ΕΥΧΗ

Ό,τι είναι ο νους και η καρδιά για τον άνθρωπο, είναι και η Ελλάδα για την οικουμένη. Βόλφγκανγκ Γκαίτε (Γερμανός ποιητής και φιλόσοφος 1749-1832)

16 Νοεμβρίου, 2010

ΝΟΤΑ ΚΥΜΟΘΟΗ "ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ" ΠΟΙΗΣΗ 2010


ΝΟΤΑ ΚΥΜΟΘΟΗ
"ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ"
ΠΟΙΗΣΗ
Είχε αρχίσει να βραδιάζει όταν έφτασα στη Ρούμελη.
Ο δρόμος ήταν παράξενα βαρύς,
σαν να περπατούσαν γύρω πρόσωπα μέσα από φωτιά
σαν να σκούπιζαν χοντρές σταγόνες ιδρώτα
και σαν να κρέμονταν απάνω εκεί στις κορφές των λόφων
και των ολόγυρα βουνών και πάνω από τους ζωντανούς
που επέστρεφαν βιαστικά στα σπίτια τους.
Σπίτια κλειστά.Παράθυρα με κάγκελα.Έξω κανείς ζωντανός.
Μήτε σκύλος, μήτε γάτα...
Είχε έρθει η ώρα να πάρω μιαν απόφαση...κι ήταν η ώρα οπού
ο ήλιος είχε γείρει κι ενώ το φως του με έλουσε γαληνεύοντας
την ψυχή μου, βγήκα μέσα απ΄το απελπισμένο μου πάλεμα
στο δρόμο μόνη και τρόμαξα...Που ήταν όλοι οι άνθρωποι;
Ο αδερφός μου,... που; Οι συγγενείς μου,..που;..Κανείς τους!..
Ναι κανείς τους δεν ήταν εκεί, παρά μόνο μέσα στην ψυχή μου
και σαν τους κάλεσα να ρθουν...ποτέ δεν ήρθαν!..
(Δεν πειράζει...που δεν ήταν κοντά μου, δεν πειράζει...)
Εκτός από ελάχιστους οπού ίσως και νάναι θεοσεβούμενοι
μπορεί όμως και νάναι Άνθρωποι που κάποτε βρέθηκαν
στην ίδια τούτη θέση αυτής της μεγάλης διαδρομής...
Και τρόμαξα πλιότερο με την αντάρτισσα ψυχή μου
που ύψωσε γροθιά στα σύννεφα κι είπε στη νύχτα: 
"ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙΣ"...
Ναι, ήμουν ΕΓΩ ΟΛΟΜΟΝΑΧΗ μέσα σε όλη τη ΡΟΥΜΕΛΗ
μέσα σε όλο αυτό τον πολύβουο κόσμο, τον τόσο...ψεύτικο!..
Μια ανυπάκουη ψυχή που δεν είχε σκοπό να κάνει αυτό
που επιβάλει η νύχτα στα πλήθη...ΕΓΩ λοιπόν κι ο ΘΕΟΣ!..
ΕΓΩ κι ΕΚΕΙΝΟΣ!..ΕΚΕΙΝΟΣ κι ΕΓΩ!..Καταμεσής της ερημιάς!
Καθάρισα όλη την αδιάντροπη θλίψη μου! Δολοφόνησα το φόβο μου!
Κι ευθύς έβαλα χαλινάρι στη νύχτα και την κυβέρνησα!..
Ο ουρανός κουδούνισε ευθύς σαν σε γιορτή μεγάλη
κι όλα τ' άστρα βγήκαν σεργιάνι στο κατώφλι του
κι η νύχτα πέρασε από μια κρυφή καταπακτή μουγκρίζοντας...
Έπεσε η νύχτα...Αλώθηκε όλη ευθύς!..Επειδή πεθύμησα το Φως...
Γιατί ήμουν ένα παιδί κι η νύχτα ήταν γριά...Ναι, μια φορά την είδα
που ζητιάνευε έξω από τα σπίτια των ανθρώπων
κι ήταν όλα κλειστά κι εγώ ολομόναχη στο δρόμο
και την λυπήθηκα...
κι ύστερα έκοψα μια μπουκιά απ' το παξιμάδι μου
αλλά δεν το πήρε... Ήταν ξεδοντιάρα...
Ήρθε η θλίψη απελπισμένη κι ό,τι πεθύμησα σαν παιδί
στην αυλή του πατρικού μου σπιτιού, το έκανα πράξη...
Έβρεξα το παξιμάδι μου στη δροσιά της νύχτας
κι η νύχτα χόρτασε ψωμί και μου έδωσε την ευχή της...
Μετά έφυγε...Έφυγε για πάντα!..
Στο δρόμο το πρωί περνούσαν βιαστικά αυτοκίνητα
γιομάτα μικρές ή μεγάλες έγνοιες
Στον ουρανό πετούσαν πουλιά γυρεύοντας κλαδί
Ήρθε η ώρα να πάρω μιαν απόφαση...
Ξεπρόβαλε πάλι ο ήλιος και γλύκανε όλη η πλάση
Πλένω το πρόσωπό μου με τη δροσιά της χλόης
και καυχιέμαι πως είμαι...ΛΕΥΤΕΡΗ!..







Νότα Κυμοθόη
copyright Νότα Κυμοθόη
Άδεια Creative Commons
Αυτό το εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές .

© Νότα Κυμοθόη